Περιπλανώμενος με την κάρτα ανεργίας μου στην αγορά εργασίας τα τελευταία 2 χρόνια,
έχω υπάρξει και σε μια «απασχόληση» που δεν εναλλάσσεται και έχει αποδειχθεί σταθερή στον χρόνο που μου απορροφά και στο ποσό χρημάτων που μου ανταποδίδει. (Όχι και τόσο) προφανώς, είναι μια δουλειά, που όπως πολλές τη σήμερον ημέρα, δεν θεωρείται δουλειά αλλά εξωτερική συνεργασία, δεν έχει σταθερό μισθό, πληρώνει πολύ καιρό μετά το πέρας της εργασίας μέσω απόδειξης δαπανών και ταυτόχρονα καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες μιας δημόσιας υπηρεσίας. Αυτή η εργασία που δεν θεωρείται εργασία πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο από φοιτητές, ανέργους, επισφαλώς εργαζόμενους ή νοικοκυρές που ερευνούν, συλλέγουν και καταγράφουν τα στατιστικά στοιχεία του ελληνικού κράτους γύρω από τις δραστηριότητες της ελληνικής κοινωνίας και αποκαλούνται «Ιδιώτες Συνεργάτες» (Ι.Σ.) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Με άλλα λόγια, στο κείμενο που διαβάζετε θα προσπαθήσω να εξηγήσω πως π.χ. γίνεται να παράγονται τα ποσοστά της ανεργίας (της κύριας έρευνας της ΕΛ.ΣΤΑΤ. τα δεδομένα της οποίας όλοι επικαλούμαστε όταν μιλάμε για το ζήτημα) μέσα από την εργασία ενός (τυπικά) ανέργου. Καθόλου εύκολη διαδικασία όπως θα καταλάβετε, ιδιαίτερα επειδή οι σκέψεις που θα μοιραστούμε προέρχονται από ατομικά βιώματα που δεν έχουν συναντηθεί σε κάποια αγωνιστική κινητοποίηση με άλλα αντίστοιχα βιώματα συναδέλφων, αν εξαιρέσουμε τις απογραφές του 2011 και του αγώνα που δόθηκε τότε [
].
Όλα ξεκινάνε με τη συμπλήρωση μιας φόρμας στο διαδύκτιο, ανά 8 μήνες μετά από κάποια διαφήμιση σε κάποιο site του στυλ «νέες θέσεις εργασίας από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.». Στη φόρμα συμπληρώνεις τα στοιχειά σου, την προηγούμενη συμμετοχή σου σε ανάλογες έρευνες, τρεις περιοχές που σε ενδιαφέρουν να εργαστείς και πόσο χρόνο μπορείς να διαθέσεις (40, 80 ή 120 ώρες τον μήνα, αν θυμάμαι καλά, οι επιλογές), αν επιθυμείς έρευνες σε νοικοκυριά ή επιχειρήσεις [] και δηλώνεις ότι οι αμοιβές σου από παροχή υπηρεσιών το προηγούμενο έτος δεν ξεπερνούν τα 4.900 ευρώ. Πατώντας το «κλικ» γίνεσαι μέρος του «Μητρώου Ιδιωτών Συνεργατών» της ΕΛ.ΣΤΑΤ.» όπου ανάλογα με την προηγούμενη εργασιακή σου εμπειρία σε στατιστικές έρευνες/δημοσκοπήσεις) και τις σπουδές σου βαθμολογείσαι [] σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που ζητά η κάθε στατιστική έρευνα σε κάθε περιοχή (που εκτιμώ ότι κυμαίνονται από 200 ως 1000 θέσεις πανελλαδικά, σε ένα έτος οπότε φαντάζομαι εργάζονται σε διαφορετικές φάσεις κάμποσες χιλιάδες άτομα με αυτό το καθεστώς).
Ουσιαστικά, ο τρόπος επιλογής προάγει αυτούς που έχουν εργαστεί στο παρελθόν και δεν τα έχουν παρατήσει. Το μεγαλύτερο κομμάτι της πρόσκλησης της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για τη συγκεκριμένη απασχόληση, εξηγεί ότι ο «συνεργάτης» διαγράφεται από το «Μητρώο Ι.Σ.», καθώς και από το επόμενο που θα βγει στις παρακάτω περίπτώσεις: Αν αρνηθεί κάποια έρευνα που θα του προσφερθεί, ουσιαστικά αν δεν απαντήσει ουσιαστικά εντός 48 ωρών με ΝΑΙ στο SMS που θα του σταλεί και θα τον ενημερώνει ότι επιλέχθηκε. Αν παρατήσει στη μέση μια έρευνα που ξεκίνησε. Αν δεν ανταποκριθεί καλά στη δουλειά του (π.χ. παραδώσει πολύ λίγα στατιστικά δελτία) και αξιολογηθεί αρνητικά. Από την πλευρά των αφεντικών πρόκειται σίγουρα για έναν αρκετά αποδοτικό τρόπο να αξιολογούν αυτό το διάχυτο εργατικό δυναμικό, να ξεσκαρτάρουν αυτούς που δεν έχουν τόση όρεξη για δουλειά και να μη σπαταλάνε τόσο χρόνο στο να επιλέγουν και να αντικαθιστούνε τους κάθε φορά «συνεργάτες», δίνοντας ως ανταμοιβή σε όσους αντέχουν απλά τη συνέχιση της εργασίας. Από εργατική σκοπιά πάλι πρόκειται για μια ακόμα διαδικασία πειθάρχησης μας που στόχο έχει να απολέσουμε το παραμικρό στοιχείο προσωπικής επιλογής και προγραμματισμού πάνω στον χρόνο και τις συνθήκες τις εργασίας μας (βλ. και την ανάλυση της συλλογικότητας μας για το workfare ως επιβολή της εργασίας στους ανέργους []).
Προσέξτε: Δεν υπογράφουμε κάποια σύμβαση εργασίας με υποχρεώσεις και δικαιώματα, μόνο μια υπεύθυνη δήλωση ότι «η παροχή υπηρεσιών δεν θεωρείται ότι υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας». Όμως υποχρεούμαστε ως «εξωτερικοί» να είμαστε διαθέσιμοι κάθε στιγμή και ώρα που θα επιλέγουμε από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. ανεξάρτητα του τι άλλο κάνουμε στη ζωή μας για να επιβιώσουμε. «Καλά», θα ρωτήσει κάποιος άσχετος με τις σύγχρονες επισφαλείς συνθήκες εργασίας, «σου προσφέρεται δουλειά σε τέτοια περίοδο κρίσης κι εσύ έχεις το θράσος να γκρινιάζεις ότι σου επιβάλλεται;» Προτεινόμενη απάντηση: «Ναι, γιατί κάνω ταυτόχρονα 2-3 τέτοιες δουλειές για να επιβιώσω και προσπαθώ να καθορίσω στο ελάχιστο τον τρόπο που θα ανταπεξέλθω χωρίς να πάθω υπερκόπωση, μαλάκα». Εναλλακτικά, μπορούμε να δούμε τις συνθήκες εργασίας αυτής της υποτίθεται «φοβερής ευκαιρίας για δουλειά».
Κατ’ αρχήν, μπορεί να υποχρεούσαι να εργάζεσαι όποτε σου ζητήσουν κάτω από τις δικές τους συγκεκριμένες προθεσμίες, αλλά η πληρωμή γίνεται στην καλύτερη 5 μήνες, στην χειρότερη ενάμιση χρόνο, μετά την παράδοση των στατιστικών δελτίων. Άλλη μια εργασία δηλαδή που πρέπει για τ’ αφεντικά να εκτελεστεί χωρίς να πρέπει να τους απασχολεί ο τρόπος επιβίωσης των εργαζομένων, της κάλυψης των καθημερινών και μηνιαίων τους εξόδων. Την ΕΛ.ΣΤΑΤ. αναλόγως δεν την απασχολεί αν λόγω αυτής της δουλειάς για τον ΟΑΕΔ μπορεί και να θεωρηθούμε εργαζόμενοι (θεσμικά το τοπίο θεωρείται ακόμα «γκρίζο», υποκείμενο στην καλή διάθεση των υπαλλήλων που θα το πάρουν χαμπάρι), ούτε φυσικά το πώς θα αποκτήσουμε ασφάλεια υγείας. Αυτός άλλωστε είναι κι ο λόγος που μεγάλο κομμάτι των «Ι.Σ.» έχουν ταυτόχρονα τη φοιτητική ιδιότητα και συγκατοικούν με γονείς που του καλύπτουν μεγάλο μέρος αυτών των αναγκών.
Έπειτα, αυτή η εργασία, όποτε πληρώνεται, πληρώνεται με το κομμάτι και υπόκειται σε παρακράτηση φόρου 25%. Το δεύτερο σημαίνει ότι το ¼ των χρημάτων που δικαιούσαι μπορεί να τα πάρεις μέχρι και 2μιση χρόνια μετά την παράδοση της εργασίας σου, στη φορολογική δήλωση της επόμενης χρονιάς από αυτής που θα πληρωθείς. Μπορεί βέβαια και να μην τα πάρεις ποτέ αναλόγως των υπόλοιπων εισοδημάτων ή της ακίνητης περιουσίας που διαθέτεις []. Τ’ ότι δουλεύεις με το κομμάτι σημαίνει ότι ο χρόνος που χρειάζεσαι για να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους των νοικοκυριών που αποτελούν το δείγμα δεν ταυτίζεται με το χρόνο που πληρώνεσαι, αφού ένα σημαντικό κομμάτι του δείγματος (40-50% στις περισσότερες έρευνες που οι ειδοποιήσεις στα νοικοκυριά δεν στέλνονται ταχυδρομικώς από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.) αντιστοιχεί σε κενά διαμερίσματα ή σε κατοίκους που δεν έχουν χρόνο/διάθεση να απαντήσουν και σπανίως δίνεται η δυνατότητα αντικατάστασης που μειώνει την αξιοπιστία της έρευνας (τ’ ότι το δείγμα επιλέγεται με τυχαίο τρόπο κι όχι π.χ. από γνωστούς). Οπότε ένας «Ι. Σ.» αντιμετωπίζει συνεχώς την αντίστοιχη ταλαιπωρία και άγχος ενός εξωτερικού υπαλλήλου/πλασιέ προϊόντων που ο (μελλοντικός) «μισθός» του ταυτίζεται με τον αριθμό των προσώπων που θα πείσει μέσω των επικοινωνιακών μέσων που θα χρησιμοποιήσει να διαθέσουν κάποιο χρόνο συνεργασίας.
Στις αντιξοότητες του επαγγέλματος προστίθεται ο μικροαστικός φόβος ενός σημαντικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, με τους εργαζόμενους πόρτα-πόρτα να θεωρούμαστε a priori ύποπτοι εισβολείς με στόχο να πλήξουμε την ασφάλεια της ιδιοκτησίας τους. Τέλος, για έναν ενεργό πολιτικά «Ι.Σ.» όπως του λόγου μου, δεν μπορεί να μην επισημανθεί η σχιζοφρένεια του να προσπαθείς να πείσεις αγανακτισμένους με τις πολιτικές του ελληνικού κράτους συμπολίτες (που δεν είναι επίσης λίγοι) για την επιστημονική/πολιτική ουδετερότητα της εργασίας σου, που δεν έχει ως στόχο το «φακέλωμα» των προσωπικών τους δεδομένων []. Πιο πολύ πετυχαίνει η ταξική ειλικρίνεια του «άνεργος είμαι κι εγώ και βγάζω ένα μεροκάματο πληρωνόμενος με το κομμάτι», ενώ αντίθετα η επίκληση στο υποχρεωτικό βάση νόμου της συμμετοχής στην έρευνα μπορεί να προκαλέσει μικρές αντικρατικές εκτονώσεις στο πρόσωπο σου με φόντο κλειστές πόρτες σκοτεινών πολυκατοικιών (υποσημείωση: οι μετανάστες στα υπόγεια αποδεικνύονται σχεδόν πάντα φίλοι μας, όπως και αρκετοί φοιτητές που καταλαβαίνουν βάσει και της δικιάς τους εμπειρίας).
Όσο ενδιαφέρον κι αν έχει ο συγχρωτισμός με τον «κοσμάκη εκεί έξω» (και, πιστέψτε με, έχει για το τι λέμε εμείς οι «πολιτικοποιημένοι») 2-3 καθαρές ώρες door–to–door εργασίας τα απογεύματα, τα Σ/Κ ή τις αργίες συνιστούν μια ιδιαίτερα κοπιαστική και αλλοτριωτική συνθήκη (πόσο μάλλον αν την κάνεις παράλληλα με πρωινή απασχόληση…) που αποτελεί την υλική βάση αυτής της παραγωγικής διαδικασίας. Σε αυτήν πρέπει να προσθέσουμε τη μίζερη συμπληρωματική δουλειά γραφείου, υποβοηθητικών τηλεφωνημάτων, εισαγωγής των δεδομένων σε υπολογιστές (που επιζητούν να αποφύγουν οι «μόνιμοι»), την παρακολούθηση απλήρωτων σεμιναρίων για την κάθε έρευνα και τον χρόνο και τα έξοδα μετακίνησης στο κτίριο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (στα Καμίνια) για την παραλαβή/παράδοση του υλικού. Εντέλει, όλα τα παραπάνω αποτελούν εργασία που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της ΕΛ.ΣΤΑΤ., χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να παράγει το υλικό της που αξιοποιείται μετά από πολιτικούς/κοινωνικούς και επιστημονικούς φορείς πανευρωπαϊκά ως αντικειμενικό δεδομένο για την εξαγωγή κοινωνιολογικών συμπερασμάτων και την χάραξη των αντίστοιχων πολιτικών. Η ιδιαίτερη φύση, από την άλλη, της εργασίας (μη ύπαρξη συγκεκριμένου, σταθερά ορισμένου χρόνου και χώρου εργασίας) δίνουν το νομικό πάτημα στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. να την εκμεταλλεύεται ως εξωτερική «συνεργασία».
Ανεξάρτητα από την άποψη των νεοφιλελεύθερων αφεντικών μας [] για την φύση της εργασίας μας, αυτή απαιτεί όπως είδαμε σταθερές και πιεστικές υποχρεώσεις από τις ζωές μας κάθε μήνα και ως αντάλλαγμα μας αμείβει (σε περίπτωση που επιλέξουμε το ανώτατο χρόνο εργασίας ανά μήνα) με 2.500-3.000 ευρώ καθαρά σε ετήσια βάση, σε 8-9 δόσεις που κατά μέσο όρο κυμαίνονται από 150 ως 450 ευρώ. Ένα ποσό με το οποίο δεν ζει προφανέστατα κανείς μόνος του, αλλά είναι μια χαρά για τον χρόνο που μπορεί να διαθέσει ένας/μια φοιτητής/τρια. Το βασικό πρόβλημα που απασχολεί επομένως εμάς τους «Ιδιώτες Συνεργάτες» είναι η απίστευτη γραφειοκρατία και αυθαιρεσία που εμποδίζει την όσο το δυνατόν εγκυρότερη καταβολή των δεδουλευμένων μας, κεντρική αφορμή άλλωστε της αγωνιστικής κινητοποίησης των ανέργων/εργαζομένων που συμμετείχαμε στην πανελλαδική απογραφή της ΕΛ.ΣΤΑΤ. το 2011. Παρά την υπαρκτή ανάμνηση της ελπιδοφόρας κοινότητας αγώνα που φτιάχτηκε τότε σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και επέβαλλε με καταλήψεις κτιρίων την επιτάχυνση της διαδικασίας πληρωμής, δεν υπήρξε κάποια οργανωτική συνέχεια που να ορθώνει κάποιο συλλογικό ανάχωμα στην εκμετάλλευση/ελαστικοποίηση της εργασίας μας ή έστω να βοηθάει στη σύσφιξη συναδελφικών δεσμών που θα τα βάλουν με την ατομικοπόιηση και τον κατακερματισμό μας. Οι «Ι.Σ.» συναντιόμαστε μόνο στα σεμινάρια, συμμετέχουμε σε διαφορετικές έρευνες, σε διαφορετικές περιοχές και εν γένει τραβάμε ο καθένας το δικό του δρόμο.
Λόγω αυτής της έλλειψης, μέχρι στιγμής οι αντιδράσεις απέναντι στο μοντέλο εργασίας περιορίζονται μόνο στην ατομική «γκρίνια», σε ατομικά σαμποτάζ ή απλά στο να παρατήσεις τη δουλειά και να πρέπει να αντικατασταθείς τελευταία στιγμή. Όταν λέμε «γκρίνια», εννοούμε π.χ. ότι παίρνουμε συνεχόμενα τηλέφωνα και ψάχνουμε τους αρμόδιους για τις καθυστερήσεις Ή οι σεκιουριτάδες του κτιρίου διπλοτσεκάρουν τα στοιχεία μας πριν μπούμε και δεν μας αφήνουν χωρίς συνοδεία στο κτίριο, γιατί υποστηρίζουν ότι μια αγανακτισμένη συναδέλφισσα έφτασε έξω από το γραφείο του πρόεδρου για να διαμαρτυρηθεί για την απληρωσιά της. Όταν λέμε σαμποτάζ, π.χ. καθυστερούμε να παραδώσουμε το υλικό που μας ζητείται γιατί «δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε το εισιτήριο του λεωφορείου». Η απάντηση εκεί είναι ότι θα θεωρηθεί άρνηση εργασίας, θα διαγραφούμε από το Μητρώο και μπορεί να μην πληρωθούμε και ποτέ. Σε τέτοιες (ρητές ή άρρητες) κόντρες μπορούμε να συναντήσουμε και τη σημαντική συναδελφική υποστήριξη από τους «μονίμους»/προϊστάμενους μας, που μας «καλύπτουν» σε σχέση με τα χρονικά περιθώρια παράδοσης που έχουμε ξεπεράσει. Μια άλλη μορφή ατομικού σαμποτάζ είναι η προσπάθεια συμπλήρωσης δελτίων, χωρίς να ακολουθείς όλες τις τυπικότητες που προσδίδουν αξιοπιστία στην έρευνα και αυξάνουν τον χρόνο εργασίας (π.χ. αποφεύγοντας να πάρεις τηλέφωνα για επιβεβαίωση στοιχείων που πρέπει να ξανατσεκάρεις ή αντικαθιστώντας όσους από το δείγμα αρνούνται να συμμετάσχουν στην έρευνα με πιο φιλικούς γείτονες τους κι άλλα πολλά που καλό θα ήταν να μην τα διαβάσουν τ’ αφεντικά της ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
Στην περίπτωση της έρευνας για την ανεργία (εργατικού δυναμικού) παρατηρούνται οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις πληρωμών, ως κι ενάμιση χρόνο μετά την παράδοση του υλικού, με την ΕΛ.ΣΤΑΤ. να επικαλείται ως αιτία τους ελέγχους που γίνονται για την παράδοση παραπάνω καινούριων δελτίων των αναμενόμενων από μερικούς συναδέλφους (και ενώ αυτό αποτελεί ζητούμενο από τους προϊσταμένους μας) [], ή την ύπαρξη φορολογικών εκκρεμοτήτων από άλλους συναδέλφους, γεγονός που μπλοκάρει την πληρωμή όλων. Γι’ αυτό τον λόγο έχει τύχει τα τελευταία δυο χρόνια ν’ ανταλλάξουμε mail με κάποιους συναδέλφους και να έχουμε ανέβει να διαμαρτυρηθούμε 7-8 άτομα μαζί στα γραφεία των υπευθύνων που συνήθως μας πετάνε «μπαλάκι» ο ένας στον άλλον, μέχρι τον πρόεδρο που φυσικά δεν ασχολείται με εμάς τους «εξωτερικούς», ακόμα κι αν πρωτοκολλούμε αίτηση συνάντησης μαζί του. Αυτές οι πιο «αυθόρμητες» διαδικασίες διαμαρτυρίας όμως δεν έχουν αναπτυχθεί σε κάποιο πιο οργανωμένο και σταθερό επίπεδο συναδελφικής επαφής.
Το αν αυτή η οργανωμένη και μαχητική συναδελφική επαφή θα βρει ένα τρόπο να αυτοθεσμιστεί -ξεπερνώντας τις δομικές δυσκολίες συνδικαλιστικής οργάνωσης που νομίζω ότι σκιαγραφήθηκαν στο κείμενο/εργατική εμπειρία που διαβάζετε- αποτελεί ένα συνεχές ζητούμενο στις σύγχρονες συνθήκες ελαστικής/επισφαλούς εργασίας. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι μόνο για τις αποτυχημένες συνταγές οργάνωσης, τύπου σωματείο ή (λενινιστικό) κόμμα, που μας προσφέρονται μέχρι στιγμής. Μπορούμε να είμαστε επίσης σίγουροι ότι σ’ αυτήν την προσπάθεια δεν έχει ερευνηθεί όσο θα έπρεπε η δυναμική νέων μέσων οργάνωσης, όπως π.χ. η χρήση των social media (και στην περίπτωση της ΕΛ.ΣΤΑΤ. των mailing list μέσω των όποιων επικοινωνούνε μαζικά μ’ εμάς για κάθε έρευνα). Μπορούμε ακόμα να είμαστε βέβαιοι ότι όσο σταθεροποιούμαστε οι μόνιμα ελαστικοί και μαθαίνουμε να επιβιώνουμε μέσα σε ένα συνεχές περιβάλλον υποτίμησης της εργατικής μας δύναμης, αυξάνονται οι υποκειμενικές δυνατότητες οργάνωσης μας. Μπορούμε, τέλος, να είμαστε 100% βέβαιοι ότι τίποτα δεν θα γίνει προς αυτή την κατεύθυνση αν δεν το προσπαθήσουμε.